σκέπτομαι

σκέπτομαι
σκέπ-τομαι, Il.17.652, Thgn.1095, and [dialect] Ion., Hdt.3.37, al., Hp.Prog.2, Herod.7.92; but [dialect] Att. writers (before Arist.) hardly ever have the [tense] pres. and [tense] impf. σκέπτομαι, ἐσκεπτόμην (exc. Pl.La.185b, Alc.2.140a; in Th.8.66, Bauer restored [tense] plpf. προὔσκεπτο), but use σκοπῶ or σκοποῦμαι as [tense] pres., and take the other tenses from σκέπτομαι, [tense] fut.
A

σκέψομαι Ar.Pax 29

, Th.6.40, etc.; [tense] aor.

ἐσκεψάμην A.Ch.229

, S.Aj.1028, E.Ion 206 (lyr.), Th.6.38, etc.; [tense] pf.

ἔσκεμμαι E.Heracl.147

, Hp.VM24, etc.: cf. σκοπέω:—but the [tense] pf. is used also in pass. sense, as also some other tenses, v. infr. 11.4.
I look about carefully, spy,

σκεψάμενος δ' ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ' ἑταίρους Od. 12.247

; so

σκέψασθε δ' ἐς τόνδ' E.Hipp.943

: c. acc., σκέπτετ' ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων he looked after the whistling of the darts (so as to shun them), Il.16.361;

σκέπτεο δὴ νῦν ἄλλον Thgn.1095

;

σκεπτόμενος τοὺς νεκρούς Hdt.3.37

; σκέψαι . . βόστρυχον τριχός look well at it, A.Ch.229;

τὴν ἔγχελυν Ar.Ach.889

;

κλόνον E.Ion206

(lyr.);

τὰ ἔνδον X.HG4.4.8

; τιν' ἐς δὲ μωρίαν ἐσκεμμένοι looking into you and seeing . . , E.Heracl.147: folld. by an Interrog.,

σκέπτεο νῦν . ., αἴ κεν ἴδηαι Il.17.652

;

σ. πόθεν ἡ στάσις, ἢ τίς ὁ θρύλλος Batr.135

;

τί εἴη τὸ κωλῦον X.An.4.5.20

; εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων ib.7.3.42: abs., look at, examine, Hdt.4.196; σκέψασθε, παῖδες look, lads! Ar.Eq.419.
2 examine,

τῷ δακτύλῳ τι Hp.Nat.Mul.7

.
II later of the mind, view, examine, consider,

σκέψασθε . . τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν S.Aj.1028

;

σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον Id.OT584

;

ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην Th.6.38

, etc.;

τὸ δίκαιον E.Or.494

; μηδὲν ἐσκέφθαι δίκ. D.21.192
;

πρὸς ἑαυτόν τι Pl.Phd.95e

; ἐκ τῶνδε σκέψαι from these facts, X.Mem.2.6.38, cf. D.2.17;

περί τινος Pl.La.185c

, Cra.401a; σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων judge by what children do, Ar.Pl.576;

ἐν σοὶ σκεψώμεθα Pl.Sph. 239b

: abs.,

σκέψασθέ νυν ἄμεινον E.Or.1291

;

σκεψώμεθα δή Ar.Th. 802

; σκέψασθε δέ· only consider, to call people's attention to a point, Antipho 6.41, Th.1.143: folld. by a clause with οἷος, ὁποῖος, ὡς, A. Pr.1014, S.Tr.1077, E.IA1377, etc.; by ὅτῳ τρόπῳ, Th.1.107; by πῶς . ., πόθεν . ., πότερον . . ἤ . . , X.An.4.5.22, 5.4.7, 3.2.20, etc.; by εἰ, consider whether or no, S.El.442, Ar.Pax 29, Eq.1141, X.An.3.2.22; in full,

σ. τοῦτο, εἰ . . S.OT584

;

τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ σκεπτόμεθα Arist.EN1103b28

.
2 rarely, think or deem a thing to be so and so,

καλλίω θάνατον σκεψάμενος Pl.Lg.854c

.
3 think of beforehand, provide,

σκεπτόμεθα τἀναγκαῖ' ἑκάστης ἡμέρας Philem.120

;

τὸ συμφέρον Pl.R.342a

; prepare, premeditate,

λόγους D.24.158

;

εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένος ἥκει Id.1.1

: c. inf., plan, Th.8.63.
4 [tense] pf. in pass. sense, πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται with consideration, Id.7.62; σκοπεῖτε οὖν. Answ.

ἔσκεπται Pl.R.369b

, cf. X.HG3.3.8, D.21.191, 61.7: also 3 [tense] fut. [voice] Pass.

ἐσκέψεται Pl.R.392c

; [tense] aor. ἐσκέφθην, ες τὸ σκεφθῆναι for observation, Hp.de Arte 11; [tense] aor. 2 and [tense] fut. 2 ἐσκέπην ([etym.] ἐπ-) , σκεπήσομαι ([etym.] ἐπι-), LXX Nu.1.19, 1 Ki.20.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκέπτομαι — σκέπτομαι, σκέφθηκα και σκέφτηκα βλ. πίν. 12 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκέπτομαι — και σκέφτομαι σκέφτηκα 1. συλλογίζομαι: Σκέφτηκε πολύ πριν απαντήσει. 2. σκοπεύω: Σκέφτεται να κάνει ένα ταξίδι στο εξωτερικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκέπτομαι — look pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

  • σκέπτεσθε — σκέπτομαι look pres imperat mp 2nd pl σκέπτομαι look pres ind mp 2nd pl σκέπτομαι look imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκεμμένα — σκέπτομαι look perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκεμμένᾱ , σκέπτομαι look perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκεμμένᾱ , σκέπτομαι look perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτομένω — σκέπτομαι look pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual σκέπτομαι look pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτομένων — σκέπτομαι look pres part mp fem gen pl σκέπτομαι look pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτόμεθα — σκέπτομαι look pres ind mp 1st pl σκέπτομαι look imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτόμενον — σκέπτομαι look pres part mp masc acc sg σκέπτομαι look pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεφθέντα — σκέπτομαι look aor part mp neut nom/voc/acc pl σκέπτομαι look aor part mp masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”